- βλάμμα
- βλάμμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλάμμα — βλάμμα, το (Α) [βλάπτω] η βλάβη … Dictionary of Greek
βλαμμάτων — βλάμμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάμματα — βλάμμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάμματι — βλάμμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek